Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τῆς αὐτῆς γνώμης

  • 1 Opinion

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό. V. γνῶμα, τό.
    Mere opinion, fancy: P. and V. δόκησις, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Be a matter of opinion, be disputed, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    In my opinion: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    Form an opinion: see Judge.
    I formed the same opinion: P. καί μοι ταὐτὰ ταῦτα ἔδοξε (Plat., Ap. 21D).
    Do not form an opinion: V. μὴ πέραινε τὴν δόκησιν (Eur., Or. 636).
    All who were of the same opinion: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1. 113).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opinion

  • 2 Thinking

    subs.
    Be of the same way of thinking: P. τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι (Thuc. 5, 46).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thinking

  • 3 View

    subs.
    P. and V. ὄψις, ἡ.
    Range of view: P. ἔποψις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    He had a seat that gave a view of all his host: V. ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ (Æsch., Pers. 466).
    Picture: P. and V. γραφή, ἡ; see Picture.
    In view, in sight: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.
    Be in view, v.: P. and V. φαίνεσθαι.
    In view of, overlooking: see adj. V. κατόψιος (gen.).
    In sight of: P. and V. ἐναντίον (gen.).
    In consequence of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), V. εἵνεκα (gen.); see because of.
    In the light of: P. and V. πρός (acc.).
    Examination, survey: P. and V. σκέψις, ἡ, P. ἐπίσκεψις, ἡ.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ, δόξασμα, τό, V. γνῶμα, τό.
    In my view: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    All who held the same political views: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1, 113).
    Have in view, intend, v.: P. and V. νοεῖν, ἐννοεῖν; see Intend.
    Supposition: P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Point of view: use opinion.
    From my point of view: P. τὸ κατʼ ἐμέ.
    ——————
    v. trans.
    Survey: P. and V. σκοπεῖν, ἐπισκοπεῖν, ἀθρεῖν, ναθρεῖν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἐφορᾶν, Ar. and V. ἐποπτεύειν; see Behold.
    Examine: P. and V. ἐξετάζειν, διασκοπεῖν; see Examine.
    Judge, consider: P. and V. γιγνώσκειν, κρνειν; see Consider.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > View

См. также в других словарях:

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»